ἐμφερείας

ἐμφερείας
ἐμφερείᾱς , ἐμφέρεια
likeness
fem acc pl
ἐμφερείᾱς , ἐμφέρεια
likeness
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμφέρεια — ἐμφέρεια, η (AM) ομοιότητα («οὕτως ἐφικέσθαι τῆς ἐμφερείας... ὥστε μή... διαγινώσκειν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”